δαιμόνιε

δαιμόνιε
δαιμόνιος
of
masc voc sg
δαιμόνιος
of
masc/fem voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δαιμόνιος — α, ο (AM δαιμόνιος, α, ον, Α και δαιμόνιος, η, ον και δαιμόνιος, ον) [δαίμων] Ι. αυτός που προέρχεται από δαίμονα ή ανήκει σε δαίμονα (αρχ. νεοελλ.) έξοχος, υπέροχος αρχ. μσν. υπερφυσικός, θεϊκός αρχ. (στην επική γλώσσα) η κλητ. δαιμόνιε,… …   Dictionary of Greek

  • δαιμόνι' — δαιμόνια , δαιμόνιον divine Power neut nom/voc/acc pl δαιμόνια , δαιμόνιος of neut nom/voc/acc pl δαιμόνια , δαιμόνιος of neut nom/voc/acc pl δαιμόνιε , δαιμόνιος of masc voc sg δαιμόνιε , δαιμόνιος of masc/fem voc sg δαιμόνιαι , δαιμόνιος of fem …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”